διεξερούμαι

διεξερούμαι
διεξεροῡμαι (-έομαι) (Α)
ρωτώ, εξετάζω, πληροφορούμαι ρωτώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εξερούμαι, επικ. τ. του εξέρομαι «ρωτώ, αναζητώ, εξερευνώ»]

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”